Πολλά έχουν ακουστεί τις τελευταίες μέρες για τη μεταφορά του χαρτοφυλακίου της Μεταναστευτικής Πολιτικής στο Υπουργείο Προστασίας του Πολίτη. Η σφοδρή επικοινωνιακή αντιπαράθεση περί των συμβολισμών έχει συσκοτίσει το ουσιαστικό επίδικο, δηλαδή τη διαχείριση των πραγματικών ζητημάτων, γι’ αυτό ας προσπαθήσουμε να βάλουμε τα πράγματα σε μία σειρά:
Η απόπειρα σύστασης ενός αυτοτελούς Υπουργείου το 2015 έγινε με τη λογική να υπάρξει καλύτερος σχεδιασμός και συντονισμός σε ένα κομβικό για τη χώρα ζήτημα. Ο αρχικός σχεδιασμός ήταν να περιλάβει όλες τις υπηρεσίες Πρώτης Υποδοχής, Ασύλου, Υποδοχής, Ένταξης, Νόμιμης Μετανάστευσης και Ιθαγένειας, μαζί με όλα τα χρηματοδοτικά εργαλεία – σχεδιασμός που δυστυχώς δεν ακολουθήθηκε και πολλές φορές υπομονεύτηκε εκ των έσω.
Προφανώς και δεν χρειάζεται απαραίτητα ένα αυτοτελές Υπουργείο για να διαχειριστεί κάποιο κράτος τα θέματα των μεικτών μεταναστευτικών ροών, άλλωστε ακόμα κι αν το αυτοτελές Υπουργείο που συστάθηκε το 2015 λειτουργούσε επαρκώς πάλι δεν αρκεί για να λύσει όλα τα ζητήματα: όταν έχεις ένα χαρτοφυλάκιο που καλείται να διαχειριστεί μία (λιγότερο ή περισσότερο μαζική) ροή αλλοδαπών που ξεκινούν από μία χώρα, συνήθως διασχίζουν καναδυό ακόμα, εισέρχονται στο ελληνικό έδαφος όπου παραμένουν ή/και καταφεύγουν σε κάποια άλλη χώρα της Ευρώπης (και όλα αυτά με ή χωρίς νόμιμες διατυπώσεις), τα Υπουργεία που εμπλέκονται είναι πολλά: Μεταναστευτικής Πολιτικής, Προστασίας του Πολίτη ή/και Ναυτιλίας, Εξωτερικών, Υγείας, και σε δεύτερο χρόνο Εσωτερικών, Παιδείας, Εργασίας κ.λπ.
Πολλές Ευρωπαϊκές χώρες δεν έχουν αυτόνομο Υπουργείο Μεταναστευτικής Πολιτικής – καμία ωστόσο δεν έχει διανοηθεί να υπάγει όλα τα ζητήματα μετανάστευσης, από την πρώτη υποδοχή και την κράτηση, μέχρι την ένταξη και τις άδειες διαμονής δεύτερης γενιάς, στη Δημόσια Τάξη. Ακόμα περισσότερο, στην Ελλάδα η συνταγή έχει ήδη ως ένα βαθμό δοκιμαστεί (με το άσυλο και την πρώτη υποδοχή στην αστυνομία προ του 2012-2013) και αποτύχει οικτρά – γεγονός που επισφραγίζεται από τις σχετικές καταδίκες στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Δικαιωμάτων του Ανθρώπου. Εν ολίγοις, αυτή η ρητορική μίας (γενικώς κι αορίστως) «ασφάλειας» που αντιπαρατίθεται σε έναν (γενικώς κι αορίστως) «αφελή δικαιωματισμό» έρχεται απλά σαν πρόφαση για να δικαιολογήσει αποφάσεις ειλημμένες στο πλαίσιο μιας αστυνομοκρατικής αντίληψης του ζητήματος.
Θα περίμενε λοιπόν κανείς από μία κυβέρνηση που παρουσιάζεται ως τεχνοκρατική, πριν αλλάξει κάτι, να δει με προσοχή πώς λειτουργεί και να μελετήσει το σχήμα με όρους αποτελέσματος και λειτουργικότητας και όχι μέσα από μία ιδεοληπτική πρόσληψη της ασφάλειας. Στο δια ταύτα: μια -συντηρητική μεν, τεχνοκρατική δε- επιλογή θα μπορούσε να είναι μία διάσπαση των αρμοδιοτήτων με βάση τον οριζόντιο χαρακτήρα τους, δηλαδή η μεταφορά της έκδοσης αδειών διαμονής (αναγνωρισμένοι πρόσφυγες και νόμιμα διαμένοντες μετανάστες) στο ΥΠΕΣ, η ένταξη της Υπηρεσίας Ασύλου ως αυτόνομης υπηρεσίας στον Υπουργό Εσωτερικών, η μεταφορά της αρμοδιότητας στέγασης, επιδομάτων κ.λπ. στο Υπουργείο Εργασίας & Πρόνοιας και, τέλος, η προσάρτηση των υπηρεσιών Πρώτης Υποδοχής και Ταυτοποίησης στο Προστασίας του Πολίτη, το οποίο έχει αυτή τη στιγμή την αρμοδιότητα της διοικητικής κράτησης.
Είμαι σίγουρη ότι μία σύντομη σύσκεψη με τους υπηρεσιακούς του Υπουργείου θα τους πρόσφερε ακόμα καλύτερες λύσεις. Διαφαίνεται δυστυχώς ότι στόχος της νέας κυβέρνησης δεν είναι μία τεχνοκρατική επιλογή, είναι μία ιδεολογική (και εν πολλοίς ιδεοληπτική) επιλογή. Πρώτη ένδειξη επ’αυτού, η ανάκληση εγκυκλίου σχετικής με την απόδοση ΑΜΚΑ σε αλλοδαπούς χωρίς την αντικατάστασή της από άλλη ρύθμιση, με τον αρμόδιο Υπουργό να δηλώνει «η Χώρα μας δεν είναι ξέφραγο αμπέλι» – δηλαδή επικοινωνιακές στρακαστρούκες χωρίς κανένα ουσιαστικό αντίκρισμα.
Εντέλει, και παρά τις επικοινωνιακές κορώνες σημαινόντων και σεσημασμένων κυβερνητικών στελεχών ότι «πήραμε λαϊκή εντολή για επαναπροωθήσεις (sic)», η νέα κυβέρνηση –όπως και κάθε κυβέρνηση, αριστερή ή δεξιά- έχει εντέλει να διαχειριστεί ένα βασικό ζήτημα: την πραγματικότητα. Είναι δεδομένο ότι υπάρχει και θα συνεχίσει να υπάρχει στη χωρά μας: 1. Ένας πληθυσμός αναγνωρισμένων προσφύγων και νομίμως διαμενόντων μεταναστών, για τους οποίους όσο πιο γρήγορα υλοποιηθεί ένα συνεκτικό σχέδιο ένταξης τόσο περισσότερο θα ενδυναμωθεί και η κοινωνική συνοχή της χώρας και η εισροή πόρων στα δημόσια ταμεία, 2. Ένας πληθυσμός αιτούντων άσυλο, για τους οποίους η χώρα έχει αναλάβει συγκεκριμένες δεσμεύσεις παροχής υπηρεσιών υποδοχής, 3. Ένας πληθυσμός ανθρώπων χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα, τους οποίους το κράτος, εφόσον δεν καταφέρει να ολοκληρώσει τη διαδικασία επιστροφής τους, θα πρέπει να τους επαναφέρει από την αφάνεια, να τους καταγράψει και να τους δώσει κάποιου τύπου νομική οντότητα, ώστε να διασφαλίσει και τη δημόσια ασφάλεια.
Αυτή είναι η κατάσταση και δεν είναι ούτε αριστερή ούτε δεξιά: είναι η πραγματικότητα. Όσο πιο γρήγορα το αντιληφθεί (και) αυτή η κυβέρνηση, τόσο καλύτερα για τον τόπο.
Ελένη Τάκου, Αναπληρώτρια Διευθύντρια και Υπεύθυνη Συνηγορίας