Διάφοροι παράγοντες επηρεάζουν την κοινωνική ένταξη των αιτούντων άσυλο και των αναγνωρισμένων προσφύγων. Περιληπτικά, η αδυναμία έκδοσης των απαραίτητων νομιμοποιητικών και διοικητικών εγγράφων και η αναμενόμενη χρήση αυτών, ο κίνδυνος έλλειψης στέγης, η απουσία δημόσιων προγραμμάτων και η έλλειψη επαρκών θέσεων εκμάθησης της ελληνικής γλώσσας στις δομές και τον αστικό χώρο από οργανώσεις της κοινωνίας των πολιτών, η δυσκολία στη πρόσβαση σε προγράμματα συνεχιζόμενης επαγγελματικής ανάπτυξης ή τριτοβάθμιας εκπαίδευσης είναι ορισμένες βασικές αντικειμενικές δυσκολίες που έρχονται αντιμέτωποι οι πρόσφυγες. Επιπλέον, η έλλειψη πρόσβασης στην αγορά εργασίας, οι πολιτισμικές διαφορές και η έλλειψη διασύνδεσης και περιθωριοποίηση με τη τοπική κοινότητα επηρεάζουν τόσο την απασχόληση αλλά και την εξασφάλιση των όσων χρειάζονται για ένα αξιοπρεπές βιοτικό επίπεδο.
Ειδικά για τα νέα άτομα 18-21 ετών που βρίσκονται μόνες/μόνοι στην Ελλάδα, προσπαθούν να ανταπεξέλθουν χωρίς το οικογενειακό υποστηρικτικό δίκτυο σε ζητήματα επιβίωσης και διαβίωσης με πολλαπλές δυσκολίες στη πρόσβαση σε υποστηρικτικές υπηρεσίες και συχνά σε συνθήκες αστεγίας.
Τέλος, η ρητορική ενάντια στους πρόσφυγες και τα φαινόμενα ξενοφοβίας από εταιρείες, ιδιοκτήτες ακινήτων και της κοινωνίας, αναχαιτίζουν την ομαλή συνύπαρξη και ένταξη της συγκεκριμένης πληθυσμιακής ομάδας.
Ομάδα στόχου: Αιτούντες Άσυλο κι Αναγνωρισμένοι Πρόσφυγες, 18 ετών και άνω υποστηρίζονται στα ενταξιακά τους βήματα προς τη κοινότητα υποδοχής, τόσο σε βασικά ζητήματα ένταξης (εργασία, εκπαίδευση, διαμονή) όσο και στη καθημερινή εμπειρία της ένταξης (δημιουργία δικτύου, συμμετοχή στη καθημερινή ζωή).
Η ένταξη θεωρείται πως είναι το αποτέλεσμα ενός συνόλου παραγόντων που αλληλεπιδρούν στην κοινωνική ένταξη. Προκειμένου η Υπηρεσία Ένταξης να δημιουργήσει το Ατομικό Πλάνο Ένταξης, για τον κάθε ωφελούμενο, συλλέγει όλες τις απαραίτητες πληροφορίες μέσα από τη λήψη ιστορικού. Οι άξονες παρέμβασης εξατομικεύονται σε κάθε άτομο σύμφωνα με τις προκλήσεις και τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει και συνοψίζονται στους παρακάτω:
Ομάδα στόχου: Undocumented migrants. Ευάλωτα άτομα ή / και άτομα χωρίς καμία προοπτική επιστροφής στις χώρες καταγωγής τους, τα οποία δεν διαθέτουν έγκυρα νομιμοποιητικά έγγραφα για να διαμείνουν στην Ελλάδα και βρίσκονται υπό κράτηση ή κινδυνεύουν να κρατηθούν, συμπεριλαμβανομένων τόσο των νεοαφιχθέντων που δεν έχουν πρόσβαση στο σύστημα διεθνούς προστασίας για μεγάλες χρονικές περιόδους καθώς και άτομα που μακροχρόνια στερούνται νομιμοποιητικών εγγράφων και ζουν στην κοινότητα και τα οποία έχουν εξαντλήσει τις δυνατότητες απονομής καθεστώτος διεθνούς προστασίας.
Τα τελευταία χρόνια o μεταναστευτικός πληθυσμός βρίσκεται αντιμέτωπος με πολλαπλές προκλήσεις κατά τη διαδικασία ένταξης του και σε πολλές περιπτώσεις εισέρχεται και εξέρχεται του νομιμοποιητικού του καθεστώτος αρκετές φορές μέχρι την οριστική ένταξη του ή την αμετάκλητη απόρριψη του αιτήματός του. Κατά το διάστημα αυτό ο πληθυσμός αυτός διαβιεί σε επισφαλείς συνθήκες με τον κίνδυνο να βρεθεί σε κράτηση ή πολλές φορές τελεί σε κράτηση για παρατεταμένο χρονικό διάστημα. Ακόμα και σήμερα, πολλοί κρατούμενοι παραμένουν στα Αστυνομικά Τμήματα για μήνες – ακόμη και έως 6 – κάτω από εντελώς ακατάλληλες συνθήκες και χωρίς πρόσβαση ακόμη και σε βασικά δικαιώματα. Οι συνεχείς νομοθετικές τροποποιήσεις σχετικά με το ζήτημα της διοικητικής κράτησης υπηκόων τρίτων χωρών υπό επιστροφή έδειξαν με σαφήνεια ότι η υφιστάμενη πολιτική γραμμή βασίζεται στη γενικευμένη επιβολή διοικητικής κράτησης αδιακρίτως ως πολιτική αποτροπής, δηλαδή ως μέσο αποθάρρυνσης νέων αφίξεων στη χώρα, αφήνοντας στο περιθώριο τον σεβασμό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Ταυτόχρονα, στο πεδίο της κράτησης των αιτούντων άσυλο σημειώνεται σημαντική αύξηση καθώς έχουν αυξηθεί σημαντικά τα άτομα που παραμένουν στη χώρα χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα επειδή δεν έχουν πρόσβαση στις διαδικασίες ασύλου για μεγάλα χρονικά διαστήματα και τα οποία κινδυνεύουν να τεθούν σε παρατεταμένη κράτηση ή/και επαναπροώθηση.
Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο κύριος στόχος της διοικητικής κράτησης είναι η επιστροφή, επομένως οι προθεσμίες που προβλέπονται από το νόμο αναμένεται να εξαντληθούν στις περισσότερες περιπτώσεις, το γεγονός ότι ο αριθμός των επιστροφών και το 2020 παρέμεινε εξαιρετικά χαμηλός δημιουργεί ακόμη περισσότερες ανησυχίες για την επιβολή παρατεταμένης κράτησης. Το παραπάνω, σε συνδυασμό α) με την αλλαγή της νομοθεσίας τον Μάιο 2020, σύμφωνα με την οποία η κράτηση σε πρόσωπα υπό επιστροφή γίνεται ο κανόνας και μόνο κατ’ εξαίρεση εφαρμόζονται εναλλακτικά της κράτησης μέτρα και β) με τις διατάξεις της προτεινόμενης Συμφωνίας για το Άσυλο και τη Μετανάστευση που αφ’ ενός προβλέπουν την αύξηση της διοικητικής κράτησης και των επιστροφών χωρίς να ρυθμίζουν έστω και προσωρινά το νομικό καθεστώς των ατόμων χωρίς νομιμοποιητικό καθεστώς ή νομιμοποιητικά έγγραφα και αφ’ ετέρου εισαγάγουν το θεσμό της «χορηγίας επιστροφής» σύμφωνα με την οποία τις διαδικασίες επιστροφής στο κράτος καταγωγής τους θα αναλαμβάνει το Ευρωπαϊκό κράτος στο οποίο θα μεταφέρονται αφού το κράτος αυτό έχει αποζημιωθεί με το ποσό των 10.000 ευρώ ανά μετεγκαταστημένο πρόσωπο ποσό σημαντικά μεγαλύτερο από το ποσό που είχε δαπανηθεί για την μετεγκατάσταση των ατόμων σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες, αποδεικνύουν ότι οι προτεραιότητες και της Ευρώπης έχουν αλλάξει και η ανοχή όλων των εμπλεκόμενων φορέων στην έκπτωση των δικαιωμάτων έχει διευρυνθεί.
34 άτομα εξετάστηκαν σε συνολικά 26 υποθέσεις /82% βρέθηκαν επιλέξιμοι να συμμετάσχουν στο πρόγραμμα. |
Case management 28 άτομα σε ένα σύνολo 20 υποθέσεων/ Φύλο: 69,6% άντρες, 30.3% γυναίκες. |
Εθνικότητες: 21,2% Αφγανιστάν, 12.1% Γκάμπια, 21,2% Παλαιστίνη, 9% Σιέρρα Λεόνε, 6% Τουρκία, 6% Γκάνα, 3% Μάλι, 3% Μαρόκο, 3% Πακιστάν, 3% Αλγερία, 3% Αιθιοπία, 3% Αίγυπτος, 3% Κονγκό, 3% Ιράν |
Ηλικιακά γκρουπ: 0 – 20 y.o. à 33.3%, 21- 29 y.o. à 33.3%, 30 y.o. à 18.1%. |
Χρόνια διαμονής στην Ελλάδα: η πλειοψηφία διαμένει στη Ελλάδα από 2-6 χρόνια ενώ 8.6% διαμένουν στην Ελλάδα για πάνω από 11 χρόνια. |
Ευαλωτότητες : η πλειοψηφία (72.2%) δεν αντιμετωπίζουν σοβαρά προβλήματα υγείας ή ζητήματα προστασίας. |
Δέσμευση με το πρόγραμμα: 93% παρέμειναν στο πρόγραμμα; Μόνο 7% άτομα εγκατέλειψαν το πρόγραμμα . |