Την προηγούμενη εβδομάδα, δεκατέσσερις αιτούντες άσυλο, εφτά γυναίκες και εφτά άντρες, ξεκίνησαν απεργία πείνας διεκδικώντας το δικαίωμα επανένωσης με τις οικογένειές τους στη Γερμανία[1].
Το ίδιο το μέσο της απεργίας πείνας φέρει ένα βάρος τόσο συμβολικό όσο και πραγματικό: οι άνθρωποι αυτοί καταφεύγουν στο ύστατο μέσο πάλης και αναγκάζονται να θέσουν σε διακύβευση την ίδια τη σωματική ακεραιότητα και τη ζωή τους για να διεκδικήσουν κάποιο δικαίωμα. Η ίδια αυτή πραγματικότητα οφείλει να μας προβληματίσει, τη στιγμή μάλιστα που ο αρμόδιος Έλληνας Υπουργός προτείνεται επικεφαλής του εμβληματικού θεσμού διαφύλαξης δικαιωμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο[2].
Θα μπορούσε κάποιος να αντιτάξει ότι απεργίες πείνας έχουν ξανασυμβεί στο παρελθόν για συναφή ζητήματα. Εντούτοις, η συγκεκριμένη κινητοποίηση έχει μία διαφορά ουσίας σε νομικοπολιτικό επίπεδο, την οποία θα επιχειρήσω να αναλύσω ευθύς αμέσως.
Την τελευταία δεκαετία, έχουν ξανασυμβεί δύο μαζικού χαρακτήρα απεργίες πείνας στο κέντρο της Αθήνας για παρόμοιους λόγους:
Η πρώτη ήταν η γνωστή απεργία πείνας των «300 της Υπατίας» το 2011. Θυμίζω ότι επρόκειτο για ανθρώπους χωρίς νομιμοποιητικά έγγραφα οι οποίοι διεκδικούσαν τη νομιμοποίηση της διαμονής τους στη χώρα. Οι περισσότεροι από αυτούς ζούσαν ήδη πολλά χρόνια στην Ελλάδα δουλεύοντας σε καθεστώς παρανομίας και απόλυτης εκμετάλλευσης, και το αίτημά τους ήταν φυσικά δίκαιο – έθετε εντούτοις την κυβέρνηση ενώπιον ενός πολιτικού παράδοξου: αφενός όφειλε με κάθε τρόπο να αποφύγει την απώλεια οποιασδήποτε ανθρώπινης ζωής, αφετέρου δεν μπορούσε νομικά να προχωρήσει σε μαζική νομιμοποίηση μεταναστών (θυμίζω ότι οι απεργοί πείνας τότε δεν ήταν αιτούντες άσυλο).
Όπως έχω ξαναγράψει για την περίπτωση της απεργίας πείνας του Μοχάμεντ Α. πριν από μερικούς μήνες[3], ο «γόρδιος δεσμός» της Υπατίας λύθηκε με αυτό που χαρακτηρίστηκε τότε ως «έντιμος συμβιβασμός»: την υπαγωγή των ανθρώπων αυτών στο λεγόμενο «υπό ανοχή» καθεστώς (αναβολή απομάκρυνσης) που ισοδυναμεί με έκδοση πράξης απέλασης και ταυτόχρονη αναστολή της απομάκρυνσης σύμφωνα με το οικείο άρθρο του νόμου 3907/11.[4]
Η δεύτερη μαζική απεργία πείνας έλαβε χώρα τον Νοέμβριο του 2014, πάλι στην πλατεία Συντάγματος. Στην περίπτωση αυτή, επρόκειτο για Σύριους που ζητούσαν πρωτίστως ταξιδιωτικά έγγραφα για να μεταβούν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες και, δευτερευόντως, πρόσβαση στη στέγαση και την εργασία. Και αυτή η κινητοποίηση έθετε την κυβέρνηση ενώπιον ενός πολιτικού παράδοξου: αφενός δεν μπορούσε να διακινδυνέψει να χαθεί κάποια ανθρώπινη ζωή, αφετέρου όμως δεν μπορούσε να παραβιάσει το κοινοτικό δίκαιο και να παρέχει τέτοιου τύπου ταξιδιωτικά έγγραφα.
Ο «γόρδιος δεσμός» της πλατεία Συντάγματος του 2014 λύθηκε κατά το –προσφιλές στην ελληνική πολιτειακή πραγματικότητα- «στρίβειν διά του αρραβώνος». Οι απεργοί στεγάστηκαν προσωρινά και έλαβαν προτεραιότητα στην εξέταση των αιτημάτων ασύλου τους. Με την αναγνώριση του καθεστώτος του πρόσφυγα, έλαβαν τα προβλεπόμενα από τον νόμο ταξιδιωτικά έγγραφα (που τους επέτρεπαν να ταξιδεύουν αλλά όχι να εγκατασταθούν σε άλλες Ευρωπαϊκές χώρες)[5], και μπορεί κάποιος να εικάσει με ασφάλεια ότι χρησιμοποίησαν το δικαίωμα μετάβασης σε άλλη χώρα χωρίς να υπακούσουν στη νομική υποχρέωση να επιστρέψουν.
Η απεργία πείνας των 14 δεν έχει καμία σχέση με τις προηγούμενες αυτές κινητοποιήσεις.Πρέπει λοιπόν να γίνει εξαρχής σαφές ότι εδώ μιλάμε για άλλης τάξεως νομικοπολιτικό ζήτημα: και τούτο διότι οι συγκεκριμένοι απεργοί δεν ζητούν κάποιου τύπου «προνομιακή μεταχείριση», μη προβλεπόμενη στην εθνική και κοινοτική νομοθεσία, ούτε πρέπει να γίνει κάποια νομοθετική ή άλλη αλλαγή για να ικανοποιηθούν τα αιτήματά τους. Αυτό που πρέπει να γίνει είναι να εφαρμοστεί η νομοθεσία που τα ίδια τα κράτη έχουν ψηφίσει και πολλάκις εφαρμόσει: ο διαβόητος Κανονισμός Δουβλίνο.
Όσο κι αν το θέμα επιχειρείται να συσκοτιστεί με διπλωματικούς ελιγμούς και επιστολές «κατανόησης» μεταξύ των συναρμόδιων υπουργών Ελλάδας και Γερμανίας[6], τα πράγματα είναι πολύ απλά: η οικογενειακή επανένωση δεν έχει καμία σχέση ούτε με τη μετεγκατάσταση[7] ούτε με τα ταξιδιωτικά έγγραφα των αναγνωρισμένων προσφύγων. Αποτελεί hardlaw, δεσμευτικό κανόνα βάσει του Κανονισμού Δουβλίνο, εφόσον πληρούνται οι συγκεκριμένες προϋποθέσεις βαθμού συγγένειας μεταξύ των ατόμων που την αιτούνται[8].
Επί της ουσίας, λοιπόν, οι άνθρωποι αυτοί έχουν ήδη νομικά κατοχυρωμένο το δικαίωμα να επανενωθούν με τους συγγενείς τους στη Γερμανία, η δε παραβίαση εκ μέρους των δύο κρατών της θετικής υποχρέωσής τους να τους δρομολογήσουν τη μετάβαση εντός του προβλεπόμενου από τον κανονισμό Δουβλίνο εξαμήνου συνιστά ευθεία παραβίαση του κοινοτικού δικαίου. Προς τούτο δε υπάρχει πλέον και σχετική νομολογία του Διοικητικού Δικαστηρίου του Βισμπάντεν, που έκρινε σε αντίστοιχη περίπτωση ότι καμία καθυστέρηση, πλέον του προβλεπόμενου από τον κανονισμό Δουβλίνο εξαμήνου, δεν είναι νομικά ανεκτή[9].
Εδώ λοιπόν δεν έχουμε να κάνουμε με κανέναν «γόρδιο δεσμό», καμία στάθμιση που πρέπει να κάνει η κυβέρνηση ανάμεσα στο δίκαιο των αιτημάτων των απεργών και στις νομικές δεσμεύσεις που απορρέουν από το κοινοτικό δίκαιο. Εδώ έχουμε να κάνουμε, απλά και ξεκάθαρα, με την εφαρμογή της υπάρχουσας εθνικής και κοινοτικής νομοθεσίας – και αυτό, σε μία συντεταγμένη Πολιτεία, δεν νοείται να τίθεται ως επίδικο.